γεωφυσικός

γεωφυσικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωφυσική
2. το αρσ. ως ουσ. ο γεωφυσικός
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωφυσική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεωφυσικός — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωφυσική: Ένας γεωφυσικός μάς μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο προκαλούνται οι σεισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Grande Idée — La Grande Idée (en grec moderne : Μεγάλη Ιδέα / Megáli Idéa) était l expression du sentiment national puis du nationalisme grec aux XIXe et XXe siècles. Elle visait à unir tous les Grecs dans un seul État nation avec pour capitale… …   Wikipédia en Français

  • Guerre gréco-turque (1919-1922) — Pour les articles homonymes, voir Guerre gréco turque. Guerre gréco turque de 1919 1922 …   Wikipédia en Français

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • Άγκστρεμ, Άντερς Κνούτσον — (Anders Knutson Angström 1888 – 1981).Σουηδός γεωφυσικός. Γιος του Κνουτ, διευθυντής από το 1921 του Μετεωρολογικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης και καθηγητής της γεωφυσικής στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και… …   Dictionary of Greek

  • Βέγκενερ, Άλφρεντ Λόταρ — (Alfred Lothar Wegener, Βερολίνο 1880 – Γροιλανδία 1930). Γερμανός γεωφυσικός. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τη μετεωρολογία και ασχολήθηκε με γεωφυσικές και γεωλογικές μελέτες για να επιβεβαιώσει κυρίως τη θεωρία του σχετικά …   Dictionary of Greek

  • Γκριγκς, Ντέιβιντ — (David Griggs, 1911 – 1974).Αμερικανός γεωφυσικός. Το 1939 πραγματοποίησε διάφορες πειραματικές έρευνες με προπλάσματα, που επικύρωσαν τη θεωρία της ορεογένεσης με μαγματικά ρεύματα μεταφοράς κάτω από τον γήινο φλοιό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Σμιντ, Μπέρναρντ Βάλντεμαρ — (Schmidt), Eσθονός γεωφυσικός, αστρονόμος και οπτικός (Νάισσααρ 1879 Μπέργεντορφ 1935). Εργάστηκε ως αστρονόμος στο αστεροσκοπείο του Αμβούργου. Εφευρέτης ειδικού τύπου φακού, επινόησε και οπτικό σύστημα, που εφαρμόστηκε στα τηλεσκόπια, με το… …   Dictionary of Greek

  • Σμίτ, Άντολφ — (Schmidt). Γερμανός γεωφυσικός (1860 1944). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου. Διατέλεσε διαδοχικά διευθυντής του μαγνητικού (1902) και του μαγνητομε τεωρολογικού Αστεροσκοπείου του Πότσδαμ (1909). Οι κυριότερες επιστημονικές εργασίες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”